- ξεφτέρι
- as
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξεφτέρι — και ξιφτέρι, το 1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι 2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά») 3. στον πληθ. τα ξεφτέρια τα εξαπτέρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek
ξεφτέρι — το 1. είδος γερακιού. 2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, γρήγορος, δραστήριος, ικανός: Έγινε ξεφτέρι στη δουλειά. 3. στον πληθ., ξεφτέρια εξαπτέρυγα (λατρευτικά σύμβολα της χριστιανικής εκκλησίας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιφτέριν — ἐξιφτέριν, το (Μ) ξεφτέρι, γυμνασμένο γεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ξεφτέρι] … Dictionary of Greek
шестокрильць — (1) 1. Эпитет сокола, а также сравниваемого с ним героя воина: Инъгварь и Всеволодъ, и вси три Мстиславичи, не худа гнѣзда шестокрилци! не побѣдными жребіи собѣ власти расхытисте! 32 33. 2. Имеющий шесть крыльев (о серафиме). О велие чудо,… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
κιρκάετος — Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των ιερακιδών (ιερακόμορφα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Circaetus gallicus. Την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει σε ορεινές και δασώδεις περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας, απ’ όπου … Dictionary of Greek